- συχνῆς
- συχνάζωto be frequentfut ind act 2nd sg (doric)συχνόςlongfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό … Dictionary of Greek
αλαλούμ — το (άκλιτο) 1. είδος αυτοσχέδιας τελετής, συχνής στα παλαιότερα θεατρικά χρονικά, σπανιότερης σήμερα, με την οποία ένας θίασος υποδεχόταν έναν πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό 2. μτφ. χάος, ανοργανωσιά … Dictionary of Greek
θαμιστικός — ή, ό [θαμίζω] γραμμ. φρ. «θαμιστικά ρήματα» τα παράγωγα ρήματα τής αρχαίας Ελληνικής που λήγουν σε άζω και έχουν την έννοια τής συχνής εκτέλεσης ή επανάληψης αυτού που σημαίνεται από το πρωτότυπο ρήμα (ῥίπτω ῥιπτάζω, ἡβῶ ἡβάζω, ἕλκω ἑλκυστάζω) … Dictionary of Greek
λεμφοζίδιο — το ανατ. μικρή τοπική συλλογή λεμφικού ιστού, που βρίσκεται συνήθως κάτω από υγρά επιθήλια, όπως, λ.χ., τού πεπτικού ή τού αναπνευστικού συστήματος, σε περιοχές συχνής έκθεσης σε μικρόβια ή σε ξένα σώματα, αλλ. λεμφοθυλάκιο … Dictionary of Greek
μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… … Dictionary of Greek
μπαρουτόλασπη — η υπολείμματα από καμένη πυρίτιδα που μένουν στο όπλο λόγω τής συχνής χρήσης … Dictionary of Greek
πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… … Dictionary of Greek
συχν(ο)- — Ν πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων που προσδίδει σε αυτές τη σημασία τής συχνής επανάληψης τής ενέργειας την οποία εκφράζει το δεύτερο συνθετικό, λ.χ. συχνακούω, συχνολέω, συχνοκατουρώ κ.ά … Dictionary of Greek
τάν — τάς ΝΜΑ (δωρ. τ. αιτ. και γεν. τού θηλ. άρθρ. αντί τήν, τῆς) φρ. «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾱς» α) (παρακελευσματική φράση που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στους γιους τους όταν έφευγαν για τον πόλεμο) ή νικητής να φέρεις πίσω την ασπίδα αυτή ή να… … Dictionary of Greek